Τα νευρογλωσσικά και νευροψυχολογικά εργαλεία που προτείνονται από τη σύγχρονη διεθνή βιβλιογραφία είναι όχι μόνο πολλά από ποσοτικής απόψεως, αλλά πολύ περισσότερο είναι συχνά εξειδικευμένα ως προς συγκεκριμένες νόσους / διαταραχές, ώστε να καθιστούν ευκολότερο το έργο των επαγγελματιών του χώρου, οι οποίοι επιθυμούν να συμβάλλουν τα μέγιστα στην καλυτέρευση της ποιότητας ζωής των ασθενών τους. Για παράδειγμα, όσον αφορά την Πολλαπλή Σκλήρυνση, καθότι πρόκειται για αυτοάνοση νόσο απομυελινωτικής φύσεως με άμεσο αντίκτυπο στις Ανώτερες Νοητικές Λειτουργίες, διατίθεται στους επαγγελματίες νευροψυχολόγους εδώ και δεκαετίες η λεγόμενη Brief International Cognitive Assessment for Multiple Sclerosis (BICAMS), σταθμισμένη σε ποικίλες γλώσσες, μεταξύ αυτών και η Ελληνική. Αυτή εξετάζει μια ποικιλία τομέων που αξιολογούν την κατάσταση του γνωστικού προφίλ του ανθρώπου, π.χ. την Ταχύτητα Επεξεργασίας Εισερχομένων Πληροφοριών και τη Λεκτική Εργαζόμενη Μνήμη. Επιπλέον, όσον αφορά την Αφασία, μια διαταραχή που επιβαρύνει μεταξύ άλλων την ικανότητα παραγωγής αυθόρμητου λόγου και κατονομασίας καθημερινών αντικειμένων, ιδιαίτερης απήχησης χαίρει το Boston Naming Test (BNT), το οποίο εξετάζει την ακρίβεια ανάκλησης λέξεων, οι οποίες ανήκουν συνήθως σε μια κοινή σημασιολογική κατηγορία. Φυσικά, η εξειδίκευση αυτών και άλλων εργαλείων στις συγκεκριμένες νόσους / διαταραχές δεν αποκλείει την πρόσβαση Υγιών Μαρτύρων σε αυτά τα εργαλεία σε περίπτωση ανάγκης. Εν ολίγοις, στην προσπάθεια αντικειμενικής αξιολόγησης νευρογλωσσικών και νευροψυχολογικών ελλειμμάτων και εξαγωγής αξιόπιστων συμπερασμάτων σχετικά με τη φύση και τους τρόπους καταπολέμησης αυτών δεν χρειάζεται ένας επαγγελματίας του χώρου να αγωνιά για το ενδεχόμενο να μην καταφέρει να βρει τα κατάλληλα εργαλεία προς χορήγηση.

 

Ο μεγαλύτερος «πονοκέφαλος» προκαλείται όσον αφορά τα κριτήρια στη βάση των οποίων κανείς αποφασίζει ποιο εργαλείο ή ποια εργαλεία είναι τα καταλληλότερα κάθε φορά. Όπως γίνεται αντιληπτό, είναι φύσει αδύνατον να χορηγούνται για καθεμία κλινική περίπτωση μονομιάς όλα τα προτεινόμενα από την διεθνή βιβλιογραφία νευρογλωσσικά / νευροψυχολογικά εργαλεία. Κάτι τέτοιο θα ήταν χρονοβόρο, οικονομικά ασύμφορο και προπάντων όχι πρακτικό. Επομένως, πώς αποφασίζουμε τι ακριβώς χρειαζόμαστε κάθε φορά; Αυτό το ερώτημα χρήζει στοχευμένων και στοιχειοθετημένων απαντήσεων, τις οποίες κανείς μαθαίνει να βρίσκει αποτελεσματικά και στο βραχύτερο δυνατό χρονικό διάστημα μόνο δια της πολυετούς τριβής του με τη βιβλιογραφία και την κλινική / λογοθεραπευτική πράξη.

Το πρώτο βήμα είναι η σχολαστική διερεύνηση και μελέτη της διαθέσιμης βιβλιογραφίας, στρατηγική στην οποία ταιριάζει απόλυτα αυτό που οι Αρχαίοι Έλληνες θα χαρακτήριζαν ως «εκ των ών ουκ άνευ» και οι Λατίνοι αντιστοίχως “sine qua non”. Σε αυτό το στάδιο αναζητάμε μελέτες στων οποίων το επίκεντρο βρίσκονται ίδιες ή έστω πανομοιότυπες θεματολογίες με τις δικές μας, π.χ. «Επεξεργασία Ερεθισμάτων στα Πρώιμα Στάδια της Πολλαπλής Σκλήρυνσης», «Διαταραχές Κατονομασίας στην Αφασία Broca» κ.τ.λ. Η σημαντικότητα του εν λόγω σταδίου έγκειται, πέρα από την ανεύρεση των επιστημονικών εργαλείων καθαυτών, στον εντοπισμό της γενικότερης επιστημονικής μεθοδολογίας που έχει ακολουθηθεί από άλλους ερευνητές του χώρου των Νευροεπιστημών και ειδικότερα της Νευρογλωσσολογίας / Νευροψυχολογίας, π.χ. ο αριθμός των συμμετεχόντων που συμπεριελήφθησαν, τα κριτήρια συμπερίληψης / αποκλεισμού και τα γενικά συμπεράσματα που θα πρέπει να αναμένονται. Με αυτόν τον τρόπο ξεκαθαρίζεται το θεωρητικό πλαίσιο της έρευνας, άνευ του οποίου δεν γίνεται να εφαρμοστεί τίποτα στην πράξη, και απαντάται το ερώτημα «Γιατί; Γιατί τα συγκεκριμένα νευρογλωσσικά / νευροψυχολογικά εργαλεία και όχι άλλα σε παρόμοιο πνεύμα;».

Αφού έχει γίνει η συλλογή της απαιτούμενης βιβλιογραφίας, συνήθως από τις παλαιότερες προς τις νεότερες χρονολογικά έρευνες, με το κέντρο βάρους να πέφτει στις τελευταίες, φτάνει η σειρά του δεύτερου ερωτήματος που πρέπει να απαντηθεί με εξίσου μεγάλη ακρίβεια και προσοχή για να μην πάει χαμένη η διερεύνηση του πρώτου θεωρητικού ερωτήματος. Το ερώτημα στο παρόν στάδιο ακούει στο «Πώς; Πώς μπορούμε να προσαρμόσουμε τα νευρογλωσσικά / νευροψυχολογικά εργαλεία που προτείνονται στη βιβλιογραφία στους δικούς μας ερευνητικούς προβληματισμούς;». Πλέον χρειάζεται ενδελεχής μελέτη των εργαλείων ως προς το περιεχόμενό τους καθαυτό. Οι οδηγίες -πρέπει να- είναι πολύ ξεκάθαρα διατυπωμένες, λαμβάνοντας υπόψιν πιθανές ατομικές διαφορές μεταξύ των ατόμων στα οποία θα χορηγηθούν. Για παράδειγμα, ένα νευροψυχολογικό εργαλείο όχι αμιγώς γλωσσικής φύσεως, έστω το Wechsler Adult Intelligence Scale (WAIS) που προορίζεται για την εκτίμηση του νοητικού επιπέδου ενηλίκων ανθρώπων, δεν αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί σε ανθρώπους οι οποίοι πάσχουν από διαταραχές πρωτογενώς γλωσσικού χαρακτήρα, π.χ. Ανομία και Αναπτυξιακή / Ειδική Γλωσσική Διαταραχή. Ως εκ τούτου ενδείκνυται να αποφεύγεται λεξιλόγιο πολύ υψηλού επιπέδου στις οδηγίες υλοποίησης του εργαλείου, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα προς λανθασμένες κατευθύνσεις, π.χ. ότι κάποιος άνθρωπος έχει πρόβλημα στην κατανόηση του λόγου, ενώ στην πραγματικότητα η παραγωγή αυτού είναι το πρόβλημα. Αν δεν είναι ξεκάθαρες οι οδηγίες ή δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε κάτι, μεριμνάμε να αποταθούμε στους πιο έμπειρους επιστήμονες του χώρου. Κατά προτίμηση στους ίδιους τους συγγραφείς της δημοσίευσης που επιλέξαμε να μελετήσουμε για τις ανάγκες του θεωρητικού πλαισίου (βλ. πρώτο στάδιο επιλογής). Δεν επιχειρούμε ποτέ να μεταφράσουμε «στα τυφλά» τις οδηγίες των εργαλείων. Μια μικρή και φαινομενικά ασήμαντη αβλεψία / παρανόηση μπορεί να γίνει αιτία να λοξοδρομήσει συνολικά η αξιολογική διαδικασία και να ανακύψουν επιστημονικές ανακρίβειες.

Έχοντας φέρει εις πέρας την αξιολογική διαδικασία και έχοντας βεβαιωθεί πως έχουν καταγραφεί σωστά τα αποτελέσματα, προχωράμε στο τρίτο και τελευταίο κριτήριο επιλογής των εργαλείων, το οποίο συνίσταται στην αξιοπιστία των αποτελεσμάτων. Δεν αρκεί η σωστή καταμέτρηση και καταγραφή των αποτελεσμάτων. Αυτό είναι το καθαρά διαδικαστικό κομμάτι του τελευταίου αυτού σταδίου, χωρίς φυσικά να υποβαθμίζεται η σημασία του. Αυτό που είναι ίσως ακόμα κρισιμότερο είναι να ερμηνευτούν σωστά τα αποτελέσματα, ειδικότερα τα νούμερα, ποσοστά κ.τ.λ. Για το στάδιο της καταμέτρησης / αξιολόγησης ενδείκνυται να ανατρέξουμε σε παλαιότερες έρευνες που αξιοποίησαν τα ίδια εργαλεία για τους ίδιους ή έστω πανομοιότυπους ερευνητικούς σκοπούς. Εκεί θα βρούμε σίγουρα χρήσιμες πληροφορίες όχι μόνο για τα αποτελέσματα των εργαλείων -και κατ’ επέκταση της έρευνας-, αλλά και για τα συμπεράσματα που εξάγονται δι’ αυτών. Αν τυχόν εξακολουθούμε να έχουμε απορίες μετά από τη μελέτη, δεν διστάζουμε να έρθουμε σε επαφή με τους ίδιους τους ερευνητές-συγγραφείς δι’ αλληλογραφίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις είθισται, σύμφωνα με το πρωτόκολλο της επιστημονικής δεοντολογίας, να απευθυνόμαστε στον επιβλέποντα συγγραφέα, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την τελική συλλογή και επεξεργασία του συνόλου των δεδομένων. Το ίδιο είναι καλό να κάνουμε σε περίπτωση που τα ευρήματα των νευρογλωσσικών / νευροψυχολογικών εργαλείων, όπως αυτά εφαρμόστηκαν στην εκάστοτε έρευνά μας, εμφανίζουν σημαντική απόκλιση από την πλειοψηφία των διαθέσιμων βιβλιογραφικών ευρημάτων. Για παράδειγμα, η βιβλιογραφία των τελευταίων δεκαετιών υποστηρίζει πως η Πρωτοπαθώς Προϊούσα Πολλαπλή Σκλήρυνση (Primary Progressive Multiple Sclerosis) είναι ιδιαιτέρως πιο επιθετικός τύπος νόσου σε σύγκριση με την Υποτροπιάζουσα (Relapsing Remitting Multiple Sclerosis) και την Δευτεροπαθώς Προϊούσα Πολλαπλή Σκλήρυνση (Secondary Progressive Multiple Sclerosis). Ως εκ τούτου αναμένονται, όπως έχει επιβεβαιωθεί και βιβλιογραφικά, εντονότερα ελλείμματα τόσο σε γλωσσικό όσο και σε γνωστικό επίπεδο. Αν λοιπόν διαπιστωθεί πως σε κάποιο εργαλείο που επελέγη για έρευνα π.χ. στον χώρο της Νευρογλωσσολογίας με επίκεντρο την Πολλαπλή Σκλήρυνση τείνουν οι επιδόσεις των ασθενών με Προϊούσα Πολλαπλή Σκλήρυνση να είναι μεγαλύτερες σε σχέση με εκείνων με Υποτροπιάζουσα Πολλαπλή Σκλήρυνση, φερ’ ειπείν στο Word List Generation (WLG), εγκεκριμένη δοκιμασία παραγωγής λέξεων που ανήκουν σε κοινή σημασιολογική κατηγορία, θα ήταν ίσως καλό να μην αφεθεί στην τύχη του. Πιθανότατα χρήζει κάτι τέτοιο περαιτέρω διερεύνησης για τυχόν σφάλματα είτε στην υλοποίηση της αξιολογικής διαδικασίας είτε στη μετέπειτα καταγραφή των τελικών αποτελεσμάτων σε νούμερα.

Ειδικές ατομικές διαφορές μεταξύ των ερευνών επί της ίδιας θεματολογίας είναι πιθανές και αναμενόμενες, ωστόσο κάποιες γενικές αρχές βιβλιογραφικού χαρακτήρα δεν είναι δυνατόν να παρακαμφθούν / τροποποιηθούν. Ένας ασθενής με Αφασία / Ανομία αφενός και ένας ασθενής με Νόσο του Parkinson αφετέρου είναι μαθηματικά βέβαιο πως θα εμφανίζουν προβλήματα ομιλίας / παραγωγής λόγου. Όμως είναι φύσει αδύνατον ο πρώτος, ο οποίος πάσχει από μια αμιγώς Γλωσσική Διαταραχή από τα πρώτα κιόλας στάδιά της, να έχει καλύτερες ή και τις ίδιες επιδόσεις με τον τελευταίο, του οποίου η νόσος έχει αντίκτυπο πρωτίστως στους Κινητικούς Νευρώνες και μεταγενέστερα στα Εγκεφαλικά Ημισφαίρια που είναι υπεύθυνα για τη Γλωσσική Παραγωγή και Πραγμάτωση. Αντίστοιχα, ένας άνθρωπος που πάσχει από Πολλαπλή Σκλήρυνση και ένας άνθρωπος που πάσχει από Οπτική Νευρομυελίτιδα αναμενόμενα πάσχουν από γνωστικά / μνημονικά ελλείμματα. Με δεδομένο όμως ότι οι ασθενείς με Πολλαπλή Σκλήρυνση είναι πολύ πιο ευάλωτοι όσον αφορά τις γνωστικές δεξιότητές τους σε σχέση με την Οπτική Νευρομυελίτιδα, το να πραγματοποιηθεί έρευνα στην οποία οι επιδόσεις των πρώτων είναι καλύτερες ή έστω οι ίδιες με των τελευταίων είναι σαφώς κάτι το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί εκτενέστερα συναρτήσει με την υπάρχουσα διεθνή βιβλιογραφία.

Καθίσταται λοιπόν σαφές πως η διαδικασία της νευρογλωσσικής και νευροψυχολογικής αξιολόγησης είναι μια κάθε άλλο παρά εύκολη διαδικασία. Τουναντίον είναι χρονοβόρα, απαιτητική και περιλαμβάνει πολλές παραμέτρους προς διερεύνηση. Ένας ιατρός οποιασδήποτε ειδικότητας χρειάζεται να εξετάσει ενδελεχώς τον καθέναν ασθενή του για να αποφανθεί ποια θεραπευτική αγωγή είναι η καλύτερη για τον ίδιο, αποβλέποντας σταθερά στον ιερό σκοπό της προστασίας / διάσωσης της ανθρώπινης ζωής ή έστω στη βελτίωση της ποιότητας αυτής. Ένας ξενόγλωσσος εκπαιδευτικός -μιλώντας εκ πείρας- χρειάζεται να διερευνήσει λεπτομερώς τις εκπαιδευτικές / διδακτικές ανάγκες του μαθητικού κοινού του προτού καταλήξει ποια διδακτικά εγχειρίδια και ποια διδακτική μεθοδολογία εν γένει ενδείκνυνται περισσότερο να ακολουθηθούν με απώτερο σκοπό την κατάκτηση της Γλώσσας από την εκάστοτε ομάδα-στόχο. Η ίδια ακριβώς απαράβατη αρχή ισχύει και στις περιπτώσεις των διενεργούντων νευρογλωσσικές και νευροψυχολογικές αξιολογήσεις. Φυσικά, συν τω χρόνω αποκτάται προοδευτικά ολοένα και περισσότερη εμπειρία χάρη στη συστηματική και συνεχιζόμενη έκθεση στην εμπλουτιζόμενη βιβλιογραφία και στην κλινική / λογοθεραπευτική πράξη υπό την επίβλεψη των πιο έμπειρων επαγγελματιών του χώρου. Όλο αυτό όμως είναι απαραίτητο να γίνεται με απόλυτη αίσθηση ευθύνης και επαγγελματικής δεοντολογίας, θέτοντας πάντα στο επίκεντρο τους ασθενείς, οι οποίοι επιζητούν τη συνολική βελτίωση της ποιότητας ζωής τους ως προς ελλείμματα τα οποία δεν σχετίζονται πιθανώς άμεσα με την ασθένεια / διαταραχή που έχουν, αλλά είναι παράπλευρες συνέπειες αυτής. Κρίνοντας από την δική μου εμπειρία στο χώρο της Νευρογλωσσολογίας -κατ’ επέκταση σε σημαντικό βαθμό και της Νευροψυχολογίας-, όλο αυτό συνιστά ένα συναρπαστικότατο ταξίδι. Παρά τις δυσκολίες του, αξίζει κανείς να το πραγματοποιήσει αν βεβαίως αρέσκεται στην αξιολόγηση ανθρώπων με γλωσσικά και γνωστικά / μνημονικά ελλείμματα και στη συνακόλουθη παροχή συμβουλών προς καλυτέρευση της ποιότητας ζωής τους.

 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ

Neurolinguistic and neuropsychological tools proposed by the contemporary international literature are not only numerous but moreover they are quite often specialized in specific diseases / disorders, so that they can facilitate the field experts’ work, who are willing to contribute as much as possible to the improvement of their patients’ Quality of Life. For example, as far as Multiple Sclerosis is concerned, since it is an autoimmune disease with a direct effect on Higher Cognitive Functions, Neuropsychologists are equipped with the Brief International Cognitive Assessment for Multiple Sclerosis (BICAMS), which has been translated in various languages, one of which is Greek. It assesses a variety of domains that evaluate a human’s cognitive profile, e.g. Information Processing Speed and Verbal Working Memory. In addition, regarding Aphasia, a disorder impacting among others on the ability to produce spontaneous speech and name everyday objects, the Boston Naming Test (BNT) is widely used to assess accuracy of recalling words that usually belong to a common semantic group. Of course, the fact that these and other tools direct focus towards the specific diseases / disorders does not exclude Healthy Individuals from having access to them in case it is necessary. In short, an expert need not to be worried about the possibility that he will be left without the required assessment tools in his attempt to objectively evaluate neurolinguistic and neuropsychological deficits and extract conclusions concerning their nature and the ways they can be eradicated.

 

The biggest “headache” consists in the criteria on the basis of which one decides which tool or tools are the most appropriate each time. It is understandable that applying all neurolinguistic / neuropsychological tools proposed by the international literature for every single clinical case at once is impossible by definition. Something like that would be time-consuming, financially unbearable and most of all impractical. So how do we decide what is exactly needed each time? This question needs targeted and evidence-based answers, which one only learns to find effectively and as quickly as possible through multi-year friction with the literature and the clinical / speech therapist praxis.

 

The first step is to thoroughly look into the disposable literature and study it closely, a strategy which represents what Ancient Greeks and Latins used to refer to as “sine qua non” («εκ των ών ουκ άνευ»). In this step, we search for studies whose main focus is directed towards thematics that are the same or at least align with ours, for instance “Stimuli Processing in Early Stages of Multiple Sclerosis”, “Naming Disorders in Broca Aphasia” etc. The importance of this step consists not only in finding the necessary tools per se, but also in detecting the general scientific methodology followed by other scientists in the field of Neuroscience and specifically Neurolinguistics / Neuropsychology, e.g. the number of included participants, the inclusion / exclusion criteria and the general conclusions to be expected. In this way, the theoretical part of the research can be clarified. Without it, nothing can be applied in praxis. Herewith, the following question is answered: “Why? Why these specific neurolinguistic / neuropsychological tools and not others in a similar vein?”.

 

After the necessary literature has been collected, usually starting from the chronologically oldest to the newest references, with the main focus directed towards the newest ones, it is time to carry on with the second question that also has to be answered as precisely and closely as possible. The question to be answered in this step is the following: “How? How can we adjust the neurolinguistic / neuropsychological tools proposed in the literature to our research questions?”. Thorough study of the tools’ contents per se is now needed the most. Guidelines have to be very clearly stated, taking into account any possible differences between people who will be assessed. For example, a neuropsychological tool that is not a purely linguistic one, as is Wechsler Adult Intelligence Scale (WAIS) which is foreseen for assessing adults’ cognitive level, may possibly be applied to people who suffer from disorders which are primarily linguistic, e.g. Anomia and Developmental / Specific Language Impairment. Consecutively, high-level vocabulary for guidelines of the tool would rather be avoided, for it may lead to conclusions towards misleading directions, e.g. that a human has trouble understanding speech, when in fact the problem may be producing it. If the guidelines are not clearly stated and we have trouble understanding something, we make sure to ask the authors of the publication we initially selected for the needs of the theoretical part (see first step of selection). We never attempt to “blindly” translate the tool’s guidelines. A small and phenomenally trivial misconception can be the reason why the whole evaluation process swerves and exhibits scientific imprecisions.

 

Having completed the evaluation procedure and having ensured that all results have been written down correctly, we move on to the third and last selection criterium of tools, which has to do with the results’ reliability. Counting and writing down the results correctly is not enough. This is the clearly procedural part of this last step, not wanting to underestimate its importance. What is perhaps even more crucial is to interpret results correctly, especially numbers, percentages etc. As far as the part of enumeration / evaluation is concerned, it would be wise to refer to older researches that took advantage of the same tools for the same or identical research purposes. There, one can definitely find useful information concerning not only the results of the tools -hence the research-, but also for the conclusions that can be extracted through them. If we still have queries about the research, we must not hesitate to get in touch with the researchers-authors themselves via e-mail. In these cases, it is customary to call on the corresponding author, who is responsible for the initial data collection and editing. The same applies when neurolinguistic / neuropsychological tools exhibit high divergence in our study compared to the majority of the disposable literature findings. For example, the literature has indicated over the past decades that Primary Progressive Multiple Sclerosis (PPMS) is an evidently more aggressive disease form in comparison to Relapsing Remitting Multiple Sclerosis (RRMS) and Secondary Progressive Multiple Sclerosis (SPMS). As such, more intensive deficits are to be expected not only from a linguistic but also from a cognitive perspective. This is also literature-based. If one comes to realize that a selected tool for the conduction of research e.g. in the domain of Neurolinguistics by focusing on Multiple Sclerosis exhibits higher scores for PMS than for RRMS, then it would be best not to turn a blind eye to it. Let’s take the Word List Generation (WLG) as an example, a validated assessment tool for production of words that belong to a common semantic group. Such a case may possibly require a more extended research to reveal possible mistakes that have to do either with the completion of the evaluation procedure or with the record of final results in form of numbers.

Special individual differences between researches that have to do with the same thematic are possible and expected, however it is not possible to bypass / emend some general literature-based principles. A patient suffering from Aphasia / Anomia on the one hand and one suffering from Parkinson’s Disease on the other will definitely exhibit speech (production) deficits. Nevertheless, it is by definition impossible that the first one achieves higher or even as high scores as the last one, whose disease primarily affects Motor Neurons and subsequently Brain Hemispheres held responsible for Linguistic Production and Linguistic Realization. Correspondingly, a human suffering from Multiple Sclerosis on one hand and another suffering from Neuromyelitis Optica Spectrum Disorders on the other are expected to develop cognitive / memorial deficits. Given though that patients with MS are much more vulnerable when it comes to their cognitive abilities compared to their NMOSD counterparts, conducting a research where the first group’s scores are higher or even equal to those of the last group is something one has to examine more broadly in conjunction with the existing international literature.

It is consecutively clear that the procedure of neurolinguistic and neuropsychological evaluation is an all but easy procedure. Contrariwise, it is time-consuming, demanding and consists of various parameters to be observed. A doctor, regardless of expertise, ought to thoroughly examine every single patient to adjudge which treatment is the best for him by always bearing in mind how sacred the aim of protecting / saving human life or at least contributing to its quality’s improvement is. A tutor of foreign languages -from my own experience- has to go through a detailed research of his learners’ didactic requirements before he finally decides which didactic books and methodology are the most applicable to be followed in order to reach the ultimate goal: Language Acquisition by each target group. The same fundamental principal also applies for cases of people conducting neurolinguistic and neuropsychological evaluations. Of course, as time goes by, one obtains progressively even more experience thanks to the systematic and continuous exposure to the consistantly enriching literature and the clinical / speech therapist praxis under the most experienced experts’ supervision. All of this needs to be conducted with absolute responsibility and code of conduct awareness, with the main focus being on patients who wish to have their Quality of Life overall improved as far as deficits are concerned that are not directly linked with the disease / disorder they suffer from, but are rather to be seen as side effects. Judging by my own experience in the field of Neurolinguistics -and by extension that of Neuropsychology to a great extent-, this is a thrilling travel. Despite its difficulties, it is worth making if of course one has a taste for assessing people with linguistic and cognitive / memorial deficits and offering advice that could contribute to bettering their Quality of Life.

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης

Δείτε περισσότερα για τον Γρηγοριάδη Παναγιώτη