Εγκέφαλος: εν + κεφαλή. Με απλά λόγια, το ανθρώπινο όργανο το οποίο εδρεύει «εν τη κεφαλή», τουτέστιν στο κεφάλι. Τι είναι ο Εγκέφαλος; Στο εν λόγω ερώτημα μπορεί κανείς να δώσει πολλές διαφορετικές απαντήσεις, π.χ. «Ένα σφουγγάρι το οποίο εντοπίζεται στο κεφάλι του ανθρώπου.», «Το όργανο εκείνο στο οποίο συντελούνται όλες οι πνευματικές-νοητικές διεργασίες πριν αποσταλούν εντολές στα υπόλοιπα μέρη του σώματος, οι οποίες θα μετατραπούν σε ενέργειες.» κ.ά. Ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο ο καθένας μας θα επιλέξει να προσεγγίσει τον Εγκέφαλο, άπαντες χρειάζεται να συμφωνήσουμε σε ένα μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης δεδομένο: ότι πρόκειται για το περιπλοκότερο όργανο του ανθρώπινου σώματος. Αυτό που σε ένα απλό μικροσκόπιο εμφανίζεται ως ένα (συμβατικό) σφουγγάρι, με μια καλύτερη ματιά, π.χ. Μαγνητική Τομογραφία, διαφαίνεται πως υποκρύπτει μεγάλο και άξιο διερεύνησης βάθος. Από το περίβλημά του, το γνωστό σε όλους μας κρανίο, τους νευρώνες που επιτυγχάνουν μεταφορά ερεθισμάτων και εντολών μέσω των νευραξώνων, μέχρι την περίπλοκη αλληλεξάρτηση του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (ΚΝΣ) και του Περιφερικού Νευρικού Συστήματος (ΠΝΣ), η βιβλιογραφία για τον Εγκέφαλο είναι ατέρμονη, διαρκώς εμπλουτιζόμενη και, προπάντων, με πολλά σημεία διαφωνίας. Για όλα αυτά τα ζητήματα έχουν μιλήσει διαχρονικά Νευροεπιστήμονες (Νευρολόγοι / Νευροανοσολόγοι) με υψηλή καταξίωση. Για αυτό θα αποφύγω να εμβαθύνω σε μια θεματική όχι άμεσα σχετιζόμενη με την δική μου εξειδίκευση, τη Νευρογλωσσολογία / Ψυχογλωσσολογία.

Επιτρέψτε μου όμως να μιλήσω ενδελεχέστερα για την παράμετρο της Γλώσσας, από την οποία, ως λειτουργία, δεν θα μπορούσε να απουσίαζε το Εγκεφαλικό Δίκτυο. Ερωτηθέντες «Τι είναι η Γλώσσα;», ο καθένας μας θα έδινε, όπως και στην περίπτωση του Εγκεφάλου, ποικίλες διαφορετικές απαντήσεις, π.χ. «Μια αμιγής σαρκική δομή, η οποία εδρεύει στο εσωτερικό της στοματικής κοιλότητας του ανθρώπου.», «Ο μηχανισμός με τον οποίο ο άνθρωπος μεταδίδει μηνύματα στο περιβάλλον του και γίνεται κοινωνός του συναισθηματικού κόσμου των συνανθρώπων του.» κ.ά. Άπαντες όμως θα πρέπει να υποστηρίξουμε ομόφωνα ένα δεδομένο, αν θέλουμε να γίνει σωστός (δημόσιος) διάλογος: η Γλώσσα συνιστά την περιπλοκότερη λειτουργία της ανθρώπινης ύπαρξης. Στην εξίσωση της σχέσης Εγκεφάλου-Γλώσσας πρέπει να προστεθεί και μια ακόμα εξαρτημένη μεταβλητή: εκείνη της Νόησης-Μνήμης. Εγκέφαλος, Γλώσσα και Νόηση-Μνήμη είναι το τρίπτυχο στο οποίο πρέπει να αναζητηθεί το σημείο τομής των Νευροεπιστημών με τη Γλωσσολογία (Νευρογλωσσολογία) και την Ψυχολογία (Νευροψυχολογία).

Ο Εγκέφαλος είναι υπεύθυνος για μια σειρά από Ανώτερες Νοητικές Λειτουργίες, όπως είναι η Προσοχή, η Μνήμη και η Μάθηση. Δεδομένου ότι αυτές συνιστούν λειτουργικές διαδικασίες οι οποίες έχουν άμεση εμπλοκή τόσο στη Γλωσσική Ικανότητα όσο και στη Γλωσσική Πραγμάτωση, σύμφωνα με τον διαχωρισμό ο οποίος προτάθηκε από τον Noam Chomsky το 1965 για να περιγραφεί το κλασικό μοντέλο κατάκτησης της Γλώσσας από τον άνθρωπο, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η τελευταία είναι αναπόσπαστο κομμάτι του περιπλοκότατου δικτύου που εδρεύει στην κεφαλή. Έτσι, βλάβες σε νευραλγικά σημεία του Εγκεφαλικού Ημισφαιρίου, όπως είναι τα Βασικά Γάγγλια και ο Πρόσθιος Λοβός, συνεπάγονται σωρεία ελλειμμάτων στη Γλώσσα σε επίπεδα τόσο μάθησης όσο και παραγωγής. Πολλοί πιστεύουν πως η Γλώσσα έχει ανάγκη τον Εγκέφαλο και όχι το αντίστροφο. Η κλινική και καθημερινή πραγματικότητα όμως μας παραπέμπει σε μια σχέση αμφίδρομη, που δικαιολογημένα θα μπορούσε κανείς να χαρακτήριζε και ως αλληλεξαρτώμενη. Έγκυρες μελέτες εμπειρικού και όχι μόνο χαρακτήρα έχουν καταδείξει πως η καλλιέργεια της Γλώσσας, κυρίως υπό τη μορφή εκμάθησης ξένων γλωσσών, αποτελεί δυνατό προστατευτικό μηχανισμό για εγκεφαλικά ελλείμματα τα οποία προκαλούνται π.χ. από την αφασία ως επακόλουθο αιμορραγικού εγκεφαλικού επεισοδίου.

Συμπερασματικά, αμφίδρομη είναι και η σχέση της Γλώσσας με τις λοιπές νοητικές διεργασίες. Η κατάκτηση 2 και πλέον γλωσσών βελτιώνει αποδεδειγμένα τη Μνήμη, υποστηρίζοντας την ανάκληση λέξεων και σημασιών στο Γλωσσικό Ρεπερτόριο ενός ανθρώπου. Όμως, προς αποφυγή παρερμηνειών, το καλό επίπεδο Γλώσσας δεν είναι σε καμία περίπτωση καθαυτό απόλυτη εγγύηση για καλά επίπεδα Μνήμης, Μάθησης και Συγκέντρωσης και αντιστρόφως. Η Γλώσσα λειτουργεί ακριβώς όπως ένας ζωντανός οργανισμός, όπως είναι ο άνθρωπος που τη χρησιμοποιεί. Για αυτό χρήζει διαρκούς συντήρησης και συστηματικής επαφής. Οι Ανώτερες Νοητικές Λειτουργίες της Μνήμης, της Μάθησης και της Συγκέντρωσης, όταν βρίσκονται σε ικανοποιητικά επίπεδα, δημιουργούν συνήθως ένα ανθεκτικό υπόστρωμα για επιτυχή καλλιέργεια της Γλώσσας. Θα μπορούσε κανείς να το αποκαλούσε και «έμφυτο ταλέντο». Αν όμως αυτό το ταλέντο δεν καλλιεργηθεί σωστά, η ύπαρξή του κινδυνεύει αργά ή γρήγορα να τεθεί σε καθεστώς ανυπαρξίας.

Η πείρα μου τόσο από τις σπουδές μου στο ΔΠΜΣ «Νευροεπιστήμες, Νευρογλωσσολογία και Εφαρμογές» της Ιατρικής Σχολής του ΑΠΘ όσο και από την έρευνα που διεξάγω ως νέος ερευνητής επί περίπου 2 συναπτά έτη στο Κέντρο Πολλαπλής Σκλήρυνσης του ΠΓΝΘ ΑΧΕΠΑ, όπου εξετάζουμε στη βάση εγκεκριμένων δοκιμασιών παράλληλα τις γλωσσικές και νοητικές ικανότητες των ασθενών με Πολλαπλή Σκλήρυνση (ΠΣ), με οδηγεί στο αβίαστο συμπέρασμα ότι η σχέση του Εγκεφάλου με τη Γλώσσα, επομένως και τη Νόηση-Μνήμη, είναι δαιδαλώδης. Όσο βαθιά κι αν επιχειρήσει κανείς να την διερευνήσει, πάντα θα υπάρχει κάτι καινούργιο προς ανακάλυψη, το οποίο άλλοτε θα επιβεβαιώνει / συμπληρώνει τα ήδη διαθέσιμα ευρήματα και άλλοτε θα τα καταρρίπτει / αναθεωρεί.

Είναι κάτι πολύ σημαντικό να συστηματοποιηθούν οι έρευνες προς αυτήν την κατεύθυνση, καθότι, πέρα από το καθαρό νευρογλωσσολογικό και νευροψυχολογικό κομμάτι τους, επιδρούν αποφασιστικά σε διάφορες παραμέτρους της ποιότητας ζωής τόσο των υγιών μαρτύρων όσο και των ασθενών με πάσης φύσεως ελλείμματα λόγου. Η γνώση πως κανείς έχει γλωσσικά και μνημονικά ελλείμματα επηρεάζει αποδεδειγμένα τα επίπεδα της κατάθλιψης, της ψυχοπνευματικής κόπωσης, εν γένει της όλης διάθεσης του ανθρώπου και συνεπάγεται αρνητικές αξιολογήσεις της κατάστασης υγείας εκ μέρους των πασχόντων ασθενών, όταν επισκέπτονται τους αρμόδιους θεράποντες (νευρολόγους, λογοθεραπευτές, εργοθεραπευτές κ.ά.). Η υπάρχουσα βιβλιογραφία είναι αρκετά περιορισμένη ως προς τις ομάδες-στόχους και το ενδιαφέρον είναι κυρίως στραμμένο προς τις περιπτώσεις παιδιών με Δυσλεξία, Αναπτυξιακή / Ειδική Γλωσσική Διαταραχή, Αγραμματική / Σημασιολογική Αφασία κ.ά. Οι Νευροεπιστήμες, και ειδικά η Νευρογλωσσολογία και η Νευροψυχολογία ως (έμμεσα) παρακλάδια τους, έχουν αρχίσει να γνωρίζουν σημαντική ανάπτυξη στον αιώνα που διανύουμε.

Αισιοδοξείται ότι η προοδευτική άνθισή τους, σε συνδυασμό με την εξέλιξη της Ιατρικής Επιστήμης, κυρίως των Νευροεπιστημών, θα βοηθήσει να χυθεί άπλετο φως στην θεματική «Σχέση Εγκεφάλου-Γλώσσας». Από την πλευρά μας, οι Νευρογλωσσοψυχολόγοι -ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός αντί επιλόγου- κάνουμε ο,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να επιτευχθεί το πολυπόθητο αποτέλεσμα.

Γράφει ο Παναγιώτης Γρηγοριάδης

Διαβάστε περισσότερα για τον συγγραφέα